- ἱλαρή
- ἱλαρόςcheerfulfem nom/voc sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χιουμορέσκα — η, Ν μουσ. σύντομη πιανιστική σύνθεση που εκφράζει μία διάθεση ή μία αφηρημένη εξωμουσική ιδέα, μάλλον καλοδιάθετη παρά ιλαρή. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. humoresque, γερμ. humoreske] … Dictionary of Greek